- διάφαυμα
- διάφαυμα, ατος, τό (fr. IV A.D. in patr., s. Lampe; fr. VI A.D. in pap) daybreak GJs 23:3.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
διάφαυμα — (AM) και διάφαυσμα, το (Μ) λυκαυγές, αυγή, όρθρος … Dictionary of Greek
διάφαυμα — daybreak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφαύματος — διάφαυμα daybreak neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)